- συναλλαγματικός
- η , ό[ν] валютный;
συναλλαγματικόςές δυσκολίες (διακυμάνσεις) — валютные затруднения (колебания)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναλλαγματικόςές δυσκολίες (διακυμάνσεις) — валютные затруднения (колебания)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναλλαγματικός — ή, όν, ΝΑ [συνάλλαγμα, άγματος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συνάλλαγμα 2. το θηλ. ως ουσ. η συναλλαγματική (εμπ. δίκ. οικον.) έγγραφο που ανήκει στην κατηγορία τών αξιογράφων εις διαταγήν υπό τύπον ανοιχτής επιστολής η οποία… … Dictionary of Greek
συναλλαγματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο συνάλλαγμα: Αυξήθηκαν τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναλλαγματικαῖς — συναλλαγματικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλαγματικῇ — συναλλαγματικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλαγματικήν — συναλλαγματικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
sinalagmático — (Derivado del gr. synallagma , contrato.) ► adjetivo DERECHO Se aplica al contrato que es bilateral o recí proco. * * * sinalagmático, a (del gr. «synallagmatikós», perteneciente al contrato) adj. Der. Bilateral. ⇒ *Recíproco. * * * sinalagmático … Enciclopedia Universal
συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
sinalagmático — (Del gr. συναλλαγματικός, perteneciente al contrato). ☛ V. contrato sinalagmático … Diccionario de la lengua española